υαλόδισκος

υαλόδισκος
ο
λεπτός δίσκος από γυαλόχαρτο που τον χρησιμοποιούν οι οδοντογιατροί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υαλόδισκος — ο, Ν λευκός δίσκος από γυαλόχαρτο που χρησιμοποιείται στην οδοντιατρική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + δίσκος] …   Dictionary of Greek

  • ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”